εξιδρωματικός

εξιδρωματικός
vücutta su toplanması oluşturan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξιδρωματικός — ή, ό [εξίδρωμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εξίδρωμα («εξιδρωματική πλευρίτιδα») 2. αυτός που πάσχει από εξίδρωμα …   Dictionary of Greek

  • εξιδρωματικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εξίδρωμα (βλ. λ.). 2. (ιατρ.), αυτός που πάσχει από εξίδρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”